- σεισμοποιός
- σεισμοποιόςcausing earthquakesmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σεισμοποιός — όν, Α αυτός που προκαλεί σεισμικές δονήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεισμός < ποιός*] … Dictionary of Greek
σεισμοποιά — σεισμοποιός causing earthquakes neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
τειχοσεισμοποιός — όν, Α αυτός που προκαλεί σεισμό στο τείχος, σεισμό τόσο ισχυρό ώστε να γκρεμίζει τείχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + σεισμοποιός] … Dictionary of Greek